περίπλοκον

περίπλοκον
περίπλοκος
entwined
masc/fem acc sg
περίπλοκος
entwined
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περίπλοκος — η, ο / περίπλοκος, ον, ΝΜΑ [περιπλέκω] νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πολλά επιμέρους στοιχεία τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολλαπλό τρόπο, που έχει σύνθετη δομή, πολύπλοκος 2. (για ύφος) στρυφνός, ασαφής 3. μτφ. α) γεμάτος εμπόδια ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”